Σημαντικά Πρόσωπα της Αυτοκρατορίας

Ιωάννης Ιουστινιάνη

Ο Ιωάννης Ιουστινιάνη (Λατ.: Ioannes Iustinianus Longus, πέθανε το 1453), υπήρξε Γενουάτης στρατιωτικός και ένας από τους υπερασπιστές της Κωνσταντινούπολης κατά την Άλωση από τους Οθωμανούς το 1453. Ήταν επικεφαλής ένοπλου τμήματος 700 Γενουατών.

Με προσωπική του πρωτοβουλία, χρηματοδότησε και οργάνωσε στρατιωτική αποστολή επί κεφαλής 700 ένοπλων συμπατριωτών του προς ενίσχυση της άμυνας της Κωνσταντινούπολης. Όταν έφτασε στην βασιλεύουσα ο Βυζαντινός Αυτοκράτορας, Κωνσταντίνος Παλαιολόγος του ανέθεσε την άμυνα της πόλης. Ο Ιουστινιάνη, με την προσωπικότητά του έπαιξε αποφασιστικό ρόλο στις διαμάχες μεταξύ των στρατιωτών, ιδιαίτερα μεταξύ Βενετών και Γενουατών. Οργάνωσε κατά αποφασιστικό τρόπο την άμυνα, ως αποτέλεσμα να αποκρουστούν οι συνδυασμένες επελάσεις των Οθωμανών, παρ' όλη την συντριπτική αριθμητική υπεροχή τους.
Στις 29 Μαΐου 1453, και ενώ ο Οθωμανός σουλτάνος, Μωάμεθ Β' εξαπέλυσε την τελική επίθεση, τραυματίστηκε σοβαρά από ριπή βλήματος οθωμανικού πυροβολικού. Κατά άλλους αναφέρεται ότι το τραύμα προήλθε από βέλος. Ποιο ακριβώς σημείο του σώματός του χτυπήθηκε δεν είναι σίγουρο και οι πηγές παρουσιάζουν διαφορετικές εκδοχές. Μετά τον τραυματισμό του αναγκάστηκε να αποχωρίσει από τις συγκρούσεις, κάτι που έριξε κατακόρυφα την ψυχολογία και αποφασιστικότητα των πολιορκημένων.
Στην επικείμενη επίθεση, ο Μωάμεθ Β' διέταξε πλήρη έφοδο, βλέποντας την αποχώρηση του Ιουστινιάνη ως μεγάλη ευκαιρία που έπρεπε να εκμεταλλευτεί.
Ο ίδιος ο Ιουστινιάνη, μαζί με τους άντρες του, κατάφεραν να διαφύγουν με πλοία προς την Χίο, όμως βαριά τραυματισμένος πέθανε τις πρώτες μέρες του Ιουνίου του 1453. Ο τάφος του διασώζεται ακόμη στην Χίο, όμως το λατινικό επίγραμμά του, που ήταν άλλοτε στην εκκλησία του Αγίου Δομινίκου, έχει κατά τα φαινόμενα εξαφανισθεί[1]:
«Ένθαδε κείται Ιωάννης Ιουστινιάνης, ανήρ περικλεής και πατρίκιος Γενουήσιος εκ των Μαονέων της Χίου, όστις, κατά την εκστρατείαν του βασιλέως των Τούρκων Μωάμεθ εναντίον της Κωνσταντινουπόλεως, μεγαλοψύχως ηγεμονεύων παρά το γαληνοτάτω Κωνσταντίνω, τελευταίω των ανατολικών Χριστιανών αυτοκρατόρι, θανασίμως πληγωθείς απέθανε.»

Βελισάριος


Ψηφιδωτή απεικόνιση του αυτοκράτορα Ιουστινιανού Α΄ και της Αυλής του στον Ναό του Αγίου Βιταλίου στη Ραβέννα της βορείου Ιταλίας. Εικάζεται ότι ο γενειοφόρος άνδρας στα δεξιά του Ιουστινιανού είναι ο Βελισάριος.
Ο Βελισάριος ή Βελισσάριος (λατ. Flavius Belisarius, Γερμανίκεια Θράκης μεταξύ 500 και 505 μ.Χ.- Κωνσταντινούπολη 565) ήταν Βυζαντινός στρατηγός επί Ιουστινιανού Α΄. Θεωρείται από τους σπουδαιότερους στρατιωτικούς της βυζαντινής και μεσαιωνικής περιόδου και ένας από τους επιφανέστερους στρατιωτικούς ηγέτες όλων των εποχών. Διακρίθηκε σε όλα τα μέτωπα του Ανατολικού Ρωμαϊκού Κράτους εκείνης της εποχής (Μέση Ανατολή, Βόρεια Αφρική, Ιταλία, Βαλκάνια) με την εξαίρεση της Ισπανίας. Επίσης εισήγαγε πολλές καινοτομίες στην εκπαίδευση και οργάνωση του ρωμαϊκού στρατού της εποχής, καθώς και στην τακτική των επιχειρήσεων. Υπήρξε ένας από τους στενούς συνεργάτες του Ιουστινιανού, στην προσπάθεια του τελευταίου να ανασυστήσει την αρχαία ρωμαϊκή αυτοκρατορία. Η ζωή και η σταδιοδρομία του παρουσιάζουν εντονότατες εναλλαγές της τύχης, από τον θρίαμβο και τη δόξα στον παραμερισμό και την απώλεια κάθε εύνοιας, αξιωμάτων και περιουσίας και αντιστρόφως. Ο βίος και τα κατορθώματά του τροφοδότησαν πολλές λαϊκές αφηγήσεις αλλά και λογίους και καλλιτέχνες από τη βυζαντινή μέχρι την νεότερη εποχή, καθώς ο Βελισάριος έγινε παράδειγμα τραγικού ήρωα.





Ηράκλειος


Ο Ηράκλειος και οι γιοί του Ηράκλειος Κωνσταντίνος και Ηρακλεωνάς.
Ο Φλάβιος Ηράκλειος Αύγουστος (λατινικά: Flavius Heraclius Augustus)(π. 575 - 11 Φεβρουαρίου 641) ήταν Αυτοκράτορας του Βυζαντίου από το 610 ως τις 11 Φεβρουαρίου 641.
Ο πατέρας του (επίσης με το όνομα Ηράκλειος) ήταν έξαρχος της Καρχηδόνας και ένας από τους παλαιούς στρατηγούς του αυτοκράτορα Μαυρίκιου, με σημαντικό ιστορικό θριάμβων στο περσικό μέτωπο κατά τον πόλεμο της περιόδου 572-591. Τον καιρό της βάναυσης βασιλείας του σφετεριστή αυτοκράτορα Φωκά, ο οποίος είχε ανατρέψει τον Μαυρίκιο το 602, και της νέας περσικής επέλασης στην Εγγύς Ανατολή με αφορμή το πραξικόπημά του, όπου οι Πέρσες για πρώτη φορά δεν περιορίστηκαν σε μεθοριακές συγκρούσεις στην Αρμενία και τη Μεσοποταμία αλλά εισέβαλαν μαζικά στις ανατολικές ρωμαϊκές επαρχίες, ο Ηράκλειος διέκοψε αρχικά την επικοινωνία με την πρωτεύουσα και την τροφοδοσία της με αφρικανικά σιτηρά. Τελικά συγκέντρωσε ισχυρές ρωμαϊκές στρατιωτικές δυνάμεις προκειμένου να κινηθεί εναντίον του Φωκά. Υπό τη διοίκηση του γιου του Ηράκλειου, ο στόλος σαλπάρει από την Καρχηδόνα το 609 ενώ ταυτόχρονα ξεκινά ο στρατός από την ξηρά, υπό τη διοίκηση του ανιψιού του Νικήτα, και οι δυο με τελικό προορισμό την Κωνσταντινούπολη.
Συναντώντας παντού θερμή υποδοχή, και ενισχύοντας καθ’ οδόν το ήδη σημαντικό στράτευμά του, ο νεαρός Ηράκλειος φτάνει πρώτος στη Βασιλεύουσα το 610. Μεγαλόσωμος, με ξανθά μαλλιά και επιβλητικό παρουσιαστικό, εισέρχεται θριαμβευτής στην Πόλη με την υποστήριξη των Πρασίνων και χωρίς μάχη. Η ανακτορική φρουρά των Εξκουβιτόρων αυτομολεί στην πλευρά του και τελικώς ο Φωκάς συλλαμβάνεται και εκτελείται. Τον Οκτώβριο του 610 ο Ηράκλειος παντρεύεται την αγαπημένη του Ευδοκία, και αμέσως μετά στέφεται Ρωμαίος Αυτοκράτορας, σε ηλικία μόλις 36 ετών.
Ο νεαρός ηγεμόνας αμέσως ξεκινά την προετοιμασία του κράτους του για την αντιμετώπιση των εχθρών του. Το 614 η Παλαιστίνη πέφτει στα χέρια του Πέρση στρατηγού Σαρ-Μπαράζ του βασιλιά Χοσρόη Β', ο οποίος σφαγιάζει 90.000 χριστιανούς, και παίρνει ως λάφυρο το θρησκευτικό κειμήλιο του Τίμιου Σταυρού από τον ναό του Παναγίου Τάφου στην Ιερουσαλήμ. Το 618, με την Κωνσταντινούπολη υπό διπλή πολιορκία από Πέρσες και Άβαρους, καταστρώνει σχέδιο μεταφορά της ρωμαϊκής πρωτεύουσας στην Καρχηδόνα και στο σταθερότερο εξαρχάτο της Αφρικής, σχέδιο το οποίο τελικά εγκαταλείπει μεταπειθόμενος από τον Οικουμενικό Πατριάρχη Σέργιο Α'. Ξεκινά τελικά την εκστρατεία του το 622, μετά από 12 χρόνια σκληρής προετοιμασίας. Αντιμετωπίζει τον Πέρση στρατηγό Σαρ-Μπαράζ στον Ισσό όπου σημειώνει λαμπρή στρατιωτική επιτυχία. Κατόπιν το 623 κατευθύνεται βόρεια προς την Τραπεζούντα. Αντιμετωπίζει ξανά νικηφόρα τον περσικό στρατό στην πόλη Νινευή. Από την Τραπεζούντα περνά προς την πρωτεύουσα των Περσών Κτησιφώντα. Το 624, σημειώνει νέα νίκη κατά των Περσών, ενώ το Μάρτιο του 625, χωρίς να επιστρέψει στην Κωνσταντινούπολη, ξεκινά μεγάλη πορεία βόρεια ως τον Αμύντα. Εκεί συναντά ξανά τον Σαρ-Μπαράζ στο πεδίο της μάχης και με το προσωπικό του θάρρος μετατρέπει μια διαφαινόμενη ήττα σε νίκη.
Στην Τραπεζούντα, ματαιώνει τα σχέδια του Αβάρου Χαγάνου να επιτεθεί στη Βασιλεύουσα. Χωρίζει τον ρωμαϊκό στρατό σε τρία σώματα, στέλνοντας το ένα στην Πόλη, το άλλο στη Μεσοποταμία, ενώ το τελευταίο και μικρότερο υπό την προσωπική του ηγεσία παραμένει στην Τραπεζούντα. Με τον Αυτοκράτορα μακριά, η Πόλη τελεί υπό την άτυπη πολιτική ηγεσία του Πατριάρχη Σέργιου, ο οποίος καταφέρνει να λάβει μέτρα επιτυχούς υπεράσπισης με μαζική λαϊκή κινητοποίηση. Στη Μεσοποταμία δε, ο αδελφός του Ηράκλειου Θεοδόσιος καταστρέφει τον εκεί περσικό στρατό, ενώ ο Αυτοκράτορας πραγματοποιεί εκκαθαριστικές επιχειρήσεις στην Αρμενία, στον Καύκασο και στη βόρεια Ανατολία.
Το 626 ο Ηράκλειος αντιμετωπίζει ξανά τους Πέρσες πάλι στη Νινευή. Η νίκη έρχεται μετά από προσωπική μονομαχία του Αυτοκράτορα με τον Πέρση επικεφαλής στρατηγό Ραζάτη. Οι συνεχείς ήττες προκαλούν την πτώση του καθεστώτος του Χοσρόη Β' και το οριστικό τέλος του περσικού κινδύνου για την Κωνσταντινούπολη. Ο Ηράκλειος, έχοντας πετύχει μεγάλες στρατιωτικές επιτυχίες και έχοντας εξουδετερώσει τον από αιώνων εχθρό της Αυτοκρατορίας, επιστρέφει στη Βασιλεύουσα, όπου εισέρχεται θριαμβευτικά από τη Χρυσή Πύλη, στις 14 Σεπτεμβρίου 628. Μπροστά του βρισκόταν το ανακτηθέν από τους Πέρσες κειμήλιο του Τίμιου Σταυρού. Ο Αυτοκράτορας είναι πια 54 ετών, ευτυχής, αλλά καταβεβλημένος.
Την ίδια περίπου εποχή, κάνει την εμφάνισή του το Ισλάμ αντικαθιστώντας τον περσικό κίνδυνο. Η Παλαιστίνη πέφτει στα χέρια των μωαμεθανών το 633, ενώ η Βόρεια Αφρική, η Ιβηρική Χερσόνησος, η Συρία και η Αντιόχεια θα συμπληρώσουν τις κτήσεις τους μέσα σε λιγότερο από έναν αιώνα. Ο Ηράκλειος παρακολουθεί συντετριμμένος την πτώση των επαρχιών, για την απελευθέρωση των οποίων αφιέρωσε όλη του τη ζωή. Η ψυχική του υγεία θα διαταραχθεί, ιδιαίτερα μετά την τρομερή ήττα και πλήρη συντριβή βυζαντινής δύναμης 80.000 ανδρών στο Γιαρμούκ της Γαλιλαίας, το 637. Δεν ανέκτησε ούτε την ψυχική ούτε και τη σωματική του υγεία και πέθανε τον Φεβρουάριο του 641.
Ο Ηράκλειος εισάγει για πρώτη φορά στην Αυτοκρατορία το σύστημα των Θεμάτων, αντικαθιστώντας την παραδοσιακή ρωμαϊκή διοικητική διαίρεση η οποία είχε μείνει σχεδόν ίδια από τους χρόνους του Διοκλητιανού, υπό τη διοίκηση ενός στρατηγού και με στρατιώτες γαιοκτήμονες. Το σύστημα αυτό θα επιτρέψει για αιώνες στην Αυτοκρατορία τη διατήρηση αξιόμαχου στρατεύματος και αξιοπρεπούς επιπέδου διαβίωσης για τους υπηκόους του. Ταυτόχρονα, ο Ηράκλειος λαμβάνει μέτρα προς την οικονομική ενίσχυση των δημοσίων ταμείων. Εκτός από το στρατιωτικό και διοικητικό του έργο άξιες μνείας είναι και οι θρησκευτικές μεταρρυθμίσεις που επιχείρησε να επιβάλλει, προσπαθώντας να καταπολεμήσει τις αποκλίσεις από το επίσημο χριστιανικό θρησκευτικό δόγμα των Οικουμενικών Συνόδων και, περισσότερο, τον μονοφυσιτισμό ο οποίος προκαλούσε σημαντική πολιτικά αστάθεια. Για την αντιμετώπισή του και τη συμφιλίωση των υπηκόων του, εισήγαγε διάφορα συμβιβαστικά θεολογικά δόγματα, όπως ο μονοθελητισμός, τα οποία όμως δε βρήκαν γόνιμο έδαφος και απορρίπτονταν από τους εκάστοτε θρησκευτικούς ηγέτες. Ο Ηράκλειος είναι ο Αυτοκράτορας που καθιέρωσε την ελληνική γλώσσα ως την επίσημη γλώσσα του ρωμαϊκού κράτους, αντικαθιστώντας στα επίσημα έγγραφα, επιγραφές και νομίσματα το “Imperator Caesar, Augustus” με το “Βασιλεῦς”. Είναι γενικώς αποδεκτό ότι με τη βασιλεία του Ηράκλειου η Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία εγκατέλειψε οριστικά την Αρχαιότητα και εισήλθε για τα καλά στη μεσαιωνική φάση της, αυτήν του (σήμερα αποκαλούμενου) βυζαντινού κράτους.
Ο Ηράκλειος κατατάσσεται αναμφισβήτητα ανάμεσα στους μεγαλύτερους των Βυζαντινών Αυτοκρατόρων. Είναι παροιμιώδης η παρουσία του στα πεδία των μαχών. Εμπνευσμένος από μια βαθιά πίστη ότι έχει τη θεία εύνοια, πάντα ετίθετο προσωπικά επικεφαλής του στρατού του, κατά τρόπο που ενέπνεε και τον πλέον ολιγόψυχο στρατιώτη, και προκαλούσε τον τρόμο και το δέος στις τάξεις του αντιπάλου. Αναλογιζόμενος κανείς τη δεινή θέση της Αυτοκρατορίας στις αρχές του 7ου αιώνα, αντιλαμβάνεται πώς η καταλυτική παρουσία του, τόσο στο στρατιωτικό επίπεδο, αλλά και χάρη στη διοικητική καινοτομία των Θεμάτων, ανέκοψε την πορεία εξαφάνισης του Βυζαντίου και εξασφάλισε την επιβίωσή του για τους επόμενους δύσκολους αιώνες.





Ιουστινιανός Α'


Η μορφή του Ιουστινιανού στα περίφημα Βυζαντινά μωσαϊκά του ναού του Αγίου Βιταλίου, στη Ραβέννα της Ιταλίας.
Ο Ιουστινιανός Α' (Λατινικά: Flavius Petrus Sabbatius Iustinianus, 11 Μαΐου 483-14 Νοεμβρίου 565), γνωστός και ως Μέγας Ιουστινιανός, υπήρξε ένας από τους σημαντικότερους Βυζαντινούς Αυτοκράτορες, κυβερνώντας από το 527 έως το 565.

Πίνακας περιεχομένων

Πρώτα χρόνια και άνοδος στον θρόνο

Ο Πέτρος Σαββάτιος, ιλλυρικής καταγωγής, γεννήθηκε στην περιοχή Tauresium[1] και ήταν ανιψιός του στρατηγού (και αργότερα αυτοκράτορα) Ιουστίνου Α'. Με την άνοδο του θείου του στην εξουσία το 518 ονομάστηκε πατρίκιος. Υπήρξε ο σημαντικότερος σύμβουλος και ουσιαστικός αντιβασιλέας του θείου του, και το 527, λίγο πριν τον θάνατο του τελευταίου, ονομάστηκε συναυτοκράτορας, παίρνοντας το όνομα Ιουστινιανός.
Ήταν εξαιρετικά ικανός αλλά και αυταρχικός κυβερνήτης, με βαθιά λατινική και κλασσική μόρφωση. Η γυναίκα του Θεοδώρα, την οποία γνώρισε και παντρεύτηκε τον καιρό της εξουσίας του θείου του μέσω των κοινών τους επαφών με τους Βένετους, ήταν ταπεινής καταγωγής, αλλά ταυτόχρονα υπέρμετρα φιλόδοξη, ικανή, οξυδερκής και κυρίως πολύ όμορφη. Παρά την ταπεινή της καταγωγή, ο Ιουστίνος Α' τη δέχτηκε, όχι όμως και η γυναίκα του, η οποία δεν επέτρεψε το γάμο μέχρι το θάνατό της το 524. Ακόμα και αν το παρελθόν της Θεοδώρας ήταν όντως σκοτεινό, είναι σίγουρο ότι με το γάμο της με τον Ιουστινιανό μεταμορφώνεται σε ιδανική σύζυγο και Αυτοκράτειρα.
Από τις πρώτες ενέργειες του Ιουστινιανού ήταν η βελτίωση των οικονομικών, μέσω είσπραξης των φόρων, εργασία που ανέθεσε στον ικανό αλλά αντιπαθή στο λαό Ιωάννη Καππαδόκη. Επίσης, αναθέτει τον ίδιο καιρό στον Τριβωνιανό την επανακωδικοποίηση των νόμων του Θεοδοσίου, απαλείφοντας αντικρουόμενες διατάξεις και μειώνοντας δραστικά το μέγεθος και την έκταση των ισχυουσών διατάξεων.
Αντιμετώπισε τους Σασσανίδες Πέρσες ήδη από το 532, οπότε και υπέγραψε συμφωνία ειρήνης με το βασιλιά Χοσρόη Α', ώστε να μπορέσει να ασχοληθεί απερίσπαστος με το μεγάλο του όνειρο, την ανακατάκτηση (Reconquista) της Δύσης.

Η Στάση του Νίκα

Flavius Petrus Sabbatius Justinianus 02.JPG
Κύριο άρθρο: Στάση του Νίκα
Το Ιανουάριο του ίδιου έτους όμως, ξέσπασαν σοβαρές ταραχές μετά την καταδίκη κάποιων Πράσινων και Βένετων σε θάνατο, για επεισόδια στον Ιππόδρομο. Εκφράζοντας την αντιπάθειά του στο πρόσωπο του απόμακρου αυτοκράτορά τους, που στα μάτια τους ήταν ο εισηγητής της σκληρής φορολογικής πολιτικής που πραγματοποιούσε ο Ιωάννης Καππαδόκης, ο λαός ξεχύθηκε στους δρόμους της Πόλης, προκαλώντας καταστροφές και χρίζοντας αυτοκράτορα τον Υπάτιο, ανιψιό του Αναστασίου Α'. Η κατάσταση ξέφευγε του ελέγχου του Ιουστινιανού, ο οποίος την παραμονή της εγκατάλειψης του θρόνου προς διαφυγή, μεταπείθεται (κατά μία εκδοχή) από τη Θεοδώρα και παραμένει για μάχη μέχρις εσχάτων. Έτσι, υπό τις εντολές του Βελισάριου, του Μούνδου και του διοικητή της φρουράς ευνούχου στρατηγού Ναρσή, ο Βυζαντινός στρατός σφαγιάζει στον Ιππόδρομο 30.000 περίπου στασιαστές και μη, δίνοντας τέλος στην περίφημη "Στάση του Νίκα", η οποία έλαβε το όνομά της από το σύνθημα των επαναστατών.
Η καταστροφή του ναού της Αγίας Σοφίας κατά τις ταραχές, αποτελεί το έναυσμα για την ανάθεση από τον Ιουστινιανό της κατασκευής ενός νέου μεγαλοπρεπούς ναού. Έτσι, την ίδια χρονιά οι αρχιτέκτονες από τις Τράλλεις της Μ.Ασίας Ανθέμιος και Ισίδωρος ξεκινούν τις εργασίες κατασκευής, που ολοκληρώνονται το 537, χρησιμοποιώντας πολύχρωμα μάρμαρα από την Ελλάδα (κυρίως από τις Κυκλάδες) και ψηφιδωτά από διάφορα μέρη της Ιταλίας και της Ελλάδας. Ο Ναός της Αγίας του Θεού Σοφίας, έργο για το οποίο ο αυτοκράτορας δε φείσθηκε χρημάτων ή εργασίας, αποτελεί ορόσημο στην παγκόσμια ιστορία της αρχιτεκτονικής, με μέγεθος και μεγαλοπρέπεια που ως τις μέρες μας συγκινούν και προκαλούν δέος.

Η Επανάκτηση της Δύσης


Το μέγεθος της Αυτοκρατορίας επί Ιουστινιανού
Μετά τη Στάση του Νίκα, ο Αυτοκράτορας καταπιάνεται με έναν από τους βασικούς του στόχους: την ανακατάληψη των δυτικών επαρχιών. Ο Βελισάριος, επικεφαλής του Βυζαντινού στρατού (magister militum), εκστρατεύει κατά του βασιλείου των Βανδάλων της Βόρειας Αφρικής, κατακτά την Καρχηδόνα το 533, και προετοιμάζεται για την απόβαση στην Ιταλική χερσόνησο. Με το θάνατο του βασιλιά των Οστρογότθων Θεοδώριχου (ή Θευδέριχου) το 526, τη διακυβέρνηση αναλαμβάνει η φιλόδοξη γυναίκα του Αμαλασούνθα, κηδεμόνας του διαδόχου Αθαλάριχου, την οποία όμως εκθρονίζει και θανατώνει ο Θεοδοχάδ (ή Θευδάτος). Αυτή είναι και η αφορμή που ζητά το Βυζάντιο για να επιτεθεί. Άμεσα ο Βελισάριος καταλαμβάνει τη Νάπολη και τη Ρώμη. Ο αρχηγός των Γότθων Ουΐτιγγης υποχωρεί στη Ραβέννα, αλλά σύντομα επιστρέφει για να πολιορκήσει τη Ρώμη. Ο Βελισάριος, ενισχυμένος από την πρωτεύουσα καταλαμβάνει τη γύρω περιοχή και υποχρεώνει τους Γότθους σε τελική υποχώρηση το 538, σε μάχη κοντά στη γέφυρα της Μουλβίας, στην ίδια περίπου θέση όπου ο Μέγας Κωνσταντίνος νίκησε το Μαξέντιο. Κατόπιν σειράς ασυνεννοησιών και αμφισβήτησης της πρωτοστρατηγίας του Βελισάριου από τους απεσταλμένους του αυτοκράτορα Ναρσή και Ιωάννη, οι Γότθοι ανακαταλαμβάνουν το Μιλάνο, εξοντώνοντας τους 300.000 κατοίκους του. Χρονικά την ίδια στιγμή περίπου, το Βυζάντιο δέχεται και την επίθεση του Χοσρόη και των Περσών στα ανατολικά. Ενώ λοιπόν ο Ιουστινιανός είναι έτοιμος να ανακαλέσει το Βελισάριο για ενίσχυση στα ανατολικά, ο ιδιοφυής αυτός στρατηγός με δόλιο τέχνασμα καταλαμβάνει τη Ραβέννα, συλλαμβάνει τον Ουΐτιγγη και την οικογένειά του, δίνοντας τέλος στην εκστρατεία και ολοκληρώνοντας φαινομενικά για λογαριασμό του Ιουστινιανού την ανακατάληψη της Ιταλίας.
Μετά την επιστροφή του στην πρωτεύουσα το 539, ο Βελισάριος φεύγει σύντομα για να συναντήσει το Χοσρόη. Μετά από δύο χρόνια μαχών (και υπό το ψυχολογικό βάρος των απιστιών της γυναίκας του Αντωνίνας), ο Βελισάριος με τέχνασμα και πάλι εξουδετερώνει το Χοσρόη. Το 542 ξεσπά η επιδημία βουβωνικής πανώλης, η οποία πλήττει και τον Αυτοκράτορα. Ο Βελισάριος επιστρέφει στην Ιταλία, η οποία λόγω της ανικανότητας των ορισμένων από τον Ιουστινιανό διοικητών της έχει περιέλθει εκ νέου στους Γότθους. Δυστυχώς, υπό την πίεση της Θεοδώρας ο Ιουστινιανός πείθεται ότι ο Βελισσάριος έχει τάσεις σφετερισμού, και έτσι τον εξοπλίζει δυσανάλογα φτωχά σε σχέση με τη φιλόδοξη αποστολή που του αναθέτει.
Στην αντιπαράθεσή τους με τον ικανό Γότθο βασιλιά, Τωτίλα, οι Βυζαντινοί δεν μπορούν να κυριαρχήσουν. Ο Γότθος αρχηγός καταλαμβάνει τη Ρώμη το 546. Μετά από 5 χρόνια ατελέσφορων μαχών και διπλωματικών προσπαθειών, ο Βελισάριος ανακαλείται στην Πόλη το 549, χωρίς να έχει επιτύχει την επανάκτηση της Ιταλικής χερσονήσου, έχοντας όμως αναχαιτίσει του Γότθους σε βαθμό που δε θα μπορέσουν ποτέ να εδραιώσουν την κυριαρχία τους. Έτσι, θα μπορέσει εύκολα ο Ναρσής, που τον αντικαθιστά το 551, με πολλαπλάσιο μάλιστα εξοπλισμό και μέσα, να ολοκληρώσει το έργο του Βελισάριου. Η επιστροφή του στρατηγού στην πρωτεύουσα το 549 συμπίπτει χρονικά με το θάνατο της Θεοδώρας. Το γεγονός αυτό επιτρέπει τη συμφιλίωση των δύο ανδρών. Εν τω μεταξύ, στην Ιταλία, ο Ναρσής επικρατεί των βαρβάρων, καταφέρνοντας δύο συντριπτικές νίκες στην Μάχη των Βουσταγαλλόρων και στη Μάχη του Βεζουβίου, σκοτώνοντας τον Τωτίλα και τερματίζοντας την οστρογοτθική αντίσταση.
Το 551-555, ένα μικρό εκστρατευτικό σώμα, υπό τις διαταγές του 80χρονου συγκλητικού Λιβέριου, στάλθηκε στην Ιβηρική χερσόνησο, για να υποστηρίξει τον Αθανάγιλδο, που είχε εξεγερθεί εναντίον του βασιλιά Αγίλα. Το εκστρατευτικό σώμα σημείωσε εκπληκτική επιτυχία, καταλαμβάνοντας εύκολα τις παραλιακές πόλεις και το μεγαλύτερο μέρος της νότιας Ισπανίας, και με τη βοήθειά του, ο Αθανάγιλδος στέφεται βασιλιάς των Βησιγότθων το 554. Παρότι ο νέος βασιλιάς απαίτησε την επιστροφή των ρωμαιοκρατούμενων εδαφών, αναγκάστηκε να προβεί σε συμβιβασμό, μέσω του οποίου το νότιο τέταρτο της Ισπανίας έγινε ρωμαϊκή επαρχία, ενώ το βησιγοτθικό βασίλειο αναγνώρισε την επικυριαρχία του Ιουστινιανού.

Οι Περσικοί Πόλεμοι

Ο Ιουστινιανός κληρονόμησε από τον προκάτοχό του ανειλημμένες στρατιωτικές υποχρεώσεις στα ανατολικά σύνορα. Με αφορμή την επέμβαση των Περσών υπό τον Καβάδη Α' στην Λαζική και στην Ιβηρία, οι δύο αυτοκρατορίες ενεπλάκησαν σε αναμετρήσεις στην βυζαντινοπερσική μεθόριο. Το 529 ο στρατηγός Βελισάριος ηττήθηκε κοντά στο συνοριακό οχυρό Δάρας, αλλά την επόμενη χρονιά μπροστά στο ίδιο οχυρό συνέτριψε διπλάσιες περσικές δυνάμεις κατά την περίφημη μάχη του Δάρας. Αμφίβολο αποτέλεσμα είχε η σύγκρουση στο Καλλίνικο της Συρίας το 531 με συνέπεια και οι δύο αντίπαλοι να αποσυρθούν, αν και οι Πέρσες ήταν σε πλεονεκτικότερη θέση. Η σύρραξη φάνηκε να κλιμακώνεται, αλλά ο θάνατος του Σασσανίδη μονάρχη (531) απέτρεψε αυτό το ενδεχόμενο. Ο Ιουστινιανός και ο διάδοχος του περσικού θρόνου Χοσρόης Α' συνομολόγησαν την Απέραντο Ειρήνη το 532 με βαριές χρηματικές αποζημιώσεις εις βάρος των Βυζαντινών.
Η επέμβαση των Βυζαντινών στα εσωτερικά της Αρμενίας (540) έδωσε στον Χοσρόη την αφορμή να ξεκινήσει νέο κύκλο επιδρομών κατά του Βυζαντίου. Παρακινούμενος και από Οστρογότθους πρέσβεις εισέβαλε το 540 στην Συρία. Οι Βυζαντινοί, που ήταν απασχολημένοι στη Ιταλία με τον πόλεμο εναντίον των Οστρογότθων, προέβαλαν ασθενική αντίσταση με συνέπεια το ίδιο έτος οι Πέρσες να εκπορθήσουν και να λεηλατήσουν τις πλούσιες πόλεις Βέροια (Χαλέπι) και Αντιόχεια (Ιούνιος 540). Ιδίως η καταστροφή της τελευταίας, που ήταν η τρίτη σημαντικότερη πόλη της αυτοκρατορίας, υπήρξε μεγάλο πλήγμα για τους αμυνομένους. Ακολούθως, ο Χοσρόης βάδισε προς το μικρό, περιφερειακό αλλά στρατηγικά σπουδαίο βασίλειο της Λαζικής απαιτώντας λύτρα από τις πόλεις που συναντούσε καθ’ οδόν.
Η κατάσταση είχε γίνει κρίσιμη για την αυτοκρατορία. Ο Βελισάριος ανακλήθηκε από την Ιταλία (541) και εστάλη στην περιοχή για να οργανώσει την αντίδραση των Βυζαντινών. Σε σύντομο διάστημα ανακλήθηκε εκ νέου χωρίς να έχει σημειώσει κάποια μεγάλη επιτυχία. Μια επιδημία πανώλης, που ξέσπασε το επόμενο έτος, καταπόνησε και τους δύο αντιπάλους αλλά οι περσικές επιδρομές συνεχίστηκαν, κυρίως στις περιοχές της Έδεσσας και της Θεοδοσιούπολης (σημερινή Ερζερούμ της ανατολικής Τουρκίας). Η καλύτερα οργανωμένη αντεπίθεση των Βυζαντινών κατά τα επόμενα χρόνια όπως και η σθεναρή αντίσταση της Έδεσσας στην επίμονη πολιορκία των Περσών, οδήγησαν σε συμφωνία πενταετούς ανακωχής (545). Καθώς όμως οι όροι της ανακωχής δεν διευθετούσαν την κατάσταση της Λαζικής, ο πόλεμος ουσιαστικά μεταφέρθηκε στη χώρα αυτή. Ωστόσο οι μακροχρόνιες εχθροπραξίες είχαν εξουθενώσει τις δύο αυτοκρατορίες. Επιπλέον, ο Χοσρόης αντιμετώπιζε εσωτερικά προβλήματα στο βασίλειό του. Το 551 και το 557 ανανεώθηκε η πενταετής ανακωχή του 545 και το 562 υπεγράφη 50ετής συνθήκη ειρήνης, που σε γενικές γραμμές τηρήθηκε και από τα δύο μέρη.

Θρησκευτική πολιτική

Ο Ιουστινιανός θεωρούσε τον εαυτό του πρωτίστως ως ορθόδοξο Αυτοκράτορα, και έλαβε μέτρα για την ενεργό επιβολή του χαλκηδονιανού Χριστιανισμού (Γ’ Οικουμενική Σύνοδος) σε όλη την επικράτειά του. Έτσι, από νωρίς (το 529), έλαβε σκληρά μέτρα κατά των εναπομεινάντων ειδωλολατρών, και έκλεισε την περίφημη Ακαδημία των Αθηνών. Περιόρισε με νομοθετικά μέτρα τα δικαιώματα των Εβραίων, και συνέτριψε με σκληρότητα την εξέγερση των Σαμαριτών. Ακόμα καταδίωξε τους μανιχαϊστές, οι οποίοι, λόγω της συσχέτισής τους με την εχθρική Σασσανιδική Περσία, υπέφεραν ιδιαίτερα.
Η αντιμετώπιση της πιο μεγάλης και επικίνδυνης αίρεσης, του Μονοφυσιτισμού, ποίκιλλε. Η επιρροή της Θεοδώρας, που υποστήριζε τον Μονοφυσιτισμό και παρείχε προστασία σε σημαίνοντες εκπροσώπους του, μετρίασε την στάση του κατά το πρώτο μισό της βασιλείας του. Μετά τον θάνατό της όμως, σε συνδυασμό με την έντονη πίεση της δυτικής εκκλησίας και την έντονη ενασχόλησή του με την θρησκεία προς το τέλος της ζωής του, η κρατική καταπίεση εντάθηκε. Η αυταρχική του πολιτική και η τάση του να ελέγχει πλήρως την Εκκλησία, φάνηκαν τόσο στην συμπεριφορά του απέναντι στον πάπα Βιγίλιο, τον οποίο διαπόμπευσε δημοσίως, όσο και κατά την Ε’ Οικουμενική Σύνοδο που συγκάλεσε το 553 στην Κωνσταντινούπολη, η οποία λειτούργησε υπό το καθεστώς της κυριαρχίας των απόψεών του, δια της συνηθισμένης οδού της επιλεκτικής αποδοχής των συμμετεχόντων.
Η ιεραποστολική του δραστηριότητα ήταν εξίσου έντονη, και απέστειλε ιερείς για να προσηλυτίσουν τους λαούς πέριξ της Αυτοκρατορίας, επιτυγχάνοντας να εκχριστιανίσει την Νουβία, τους Έρουλους και τους Αβασγούς.
Η εισβολή των Κουτρίγουρων το 559, που έφτασε μέχρι έξω από την πρωτεύουσα, αντιμετωπίζεται από το Βελισάριο με επιτυχία. Ο στρατηγός θα βρεθεί ξανά σε δυσμένεια το 562, στερούμενος τόσο τη δόξα που του άρμοζε, όσο και τη θέση του στην βυζαντινή ιεραρχία, αλλά αποκαταστάθηκε σύντομα.

Συμπεράσματα

Τις ημέρες του Ιουστινιανού η Αυτοκρατορία επεκτείνει τα σύνορά της από τους Άγιους τόπους και τα βάθη της Ανατολίας και της Αρμενίας, έως τις Ηράκλειες Στήλες (Γιβραλτάρ), και καθίσταται η κυρίαρχη δύναμη στον Μεσογειακό χώρο. Πέρα από το μεγαλόπνοο σχέδιο της (μερικής έστω) επανάκτησης της Δυτικής Αυτοκρατορίας, για το οποίο χρειάστηκαν περίπου 25 χρόνια, και τις συνεχείς εκστρατείες κατά των Περσών, η περίοδος βασιλείας του Ιουστινιανού περιλαμβάνει πλήθος σημαντικών εξελίξεων. Η κωδικοποίηση των νόμων, η κατασκευή οχυρωματικών έργων σε όλη την επικράτεια (ορατών ακόμα και σήμερα σε όλη τη λεκάνη της Μεσογείου), η ανέγερση δημοσίων οικοδομημάτων με αποκορύφωμα το διαχρονικό μεγαλειώδες μνημείο της Αγίας Σοφίας, η ενίσχυση του εμπορίου και η δόλια εισαγωγή της καλλιέργειας του μεταξιού από την Κίνα, οι θρησκευτικές μεταρρυθμίσεις, η ενίσχυση των δημοσίων οικονομικών είναι ίσως τα σημαντικότερα σημεία της διακυβέρνησής του.
Ταυτόχρονα όμως αυτή η έντονη δραστηριότητα, και ειδικά η ανάγκη χρηματοδότησης των πολέμων και των συνθηκών με τους Πέρσες, εξάντλησε τα οικονομικά του κράτους, ενώ η ανάγκη υπεράσπισης των νέων συνόρων, σε συνδυασμό με την μείωση του στρατού και τις συνεχείς επιδημίες εξασθένισαν την άμυνά του. Η δε θρησκευτική πολιτική του Ιουστινανού, ιδίως μετά τον θάνατο της Θεοδώρας, αποξένωσε πολλούς από τους μονοφυσιτικούς πληθυσμούς της Συρίας και της Αιγύπτου. Έτσι, μετά τον θάνατό του, η Αυτοκρατορία, αποδυναμωμένη, θα χρειαστεί να αντιμετωπίσει νέες επιθέσεις, με αποκορύφωμα τις αραβικές κατακτήσεις, που θα αναιρέσουν το μεγαλύτερο μέρος των εξωτερικών επιτευγμάτων του Ιουστινιανού. Εντούτοις η εποχή του θα παραμείνει στην Ιστορία ως η "χρυσή εποχή" του πρώιμου Βυζαντινού Κράτους, και επάξια ο Ιουστινανός φέρει τους τίτλους "Μέγας" και "τελευταίος των Ρωμαίων".




Κωνσταντίνος ΙΑ' Παλαιολόγος


Κωνσταντίνος ΙΑ’ ο Παλαιολόγος
Ο Κωνσταντίνος ΙΑ’ ο Παλαιολόγος ή Κωνσταντίνος Δραγάσης (8 Φεβρουαρίου 1404 - 29 Μαΐου 1453 (49 ετών) ) ήταν ο τελευταίος Αυτοκράτορας της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας από το 1449 ως το 1453.

Πίνακας περιεχομένων


Στο Δεσποτάτο του Μυστρά

Γιος τού αυτοκράτορα Μανουήλ Β' Παλαιολόγου (1391-1425) από την Ελένη Δραγάτση (Dragaš), κόρη του Σέρβου άρχοντα των Σερρών[1], και νεότερος αδελφός τού αυτοκράτορα Ιωάννη Η' Παλαιολόγου (1425-1448). Γεννήθηκε το 1404. Όταν ήταν ακόμη νεαρός, ο πατέρας του Μανουήλ του είχε αναθέσει τη διοίκηση πόλεων του Ευξείνου Πόντου. Ξαναγύρισε στην Ελλάδα το 1427 όπου ανέλαβε της δεσποτεία της Βοστίτσας (σημερινού Αιγίου), και τελικά με τους αδελφούς του Θεόδωρο και Θωμά ανέλαβαν τη διοίκηση τού Δεσποτάτου του Μυστρά και ολοκλήρωσαν την ανάκτηση των φραγκοκρατούμενων περιοχών. Η παραμονή και των τριών αδελφών στην Πελοπόννησο δημιουργούσε οπωσδήποτε προβλήματα, οπότε ο Κωνσταντίνος πήγε στην Κωνσταντινούπολη, όπου παρέμεινε από τον Σεπτέμβριο τού 1435 ως τον Ιούνιο τού 1436, για να συζητήσει σχετικά θέματα με τον αυτοκράτορα. Στο διάστημα 1435-1441 μετέβη στην Ιταλία, όπου μετείχε στις επιτροπές των Βυζαντινών, που προσπαθούσαν να πετύχουν την ένωση των Εκκλησιών (Ορθοδόξων-Καθολικών). Η ρήξη με τον αδελφό του Θεόδωρο προσέλαβε επικίνδυνες διαστάσεις και χρειάστηκαν σύντονες προσπάθειες για να επιτευχθεί συμβιβαστική συμφωνία και συνδιαλλαγή. Η διοίκηση του δεσποτάτου αναλήφθηκε από τον Θεόδωρο και τον Θωμά, ο δε Κωνσταντίνος επέστρεψε στην Κωνσταντινούπολη για να συμπαρασταθεί στις προσπάθειες τού Ιωάννη Η'.
Αντικατέστησε τον αυτοκράτορα κατά την περίοδο τής μετάβασης του στη Δύση για τη συμμετοχή στη Σύνοδο Φεράρας-Φλωρεντίας (27 Νοεμβρίου 1439 - 1 Φεβρουαρίου 1440), ενώ μετά την άφιξη τού αυτοκράτορα στην Κωνσταντινούπολη ο Κωνσταντίνος επίστρεψε και πάλι στην Πελοπόννησο. Η στάση τού Δημητρίου Παλαιολόγου, που υποστηρίχθηκε οπό τους Τούρκους, ανάγκασε τον Κωνσταντίνο να σπεύσει και πάλι στην Κωνσταντινούπολη (1442-1443), για να ενισχύσει τις δυνάμεις τού αυτοκράτορα.
Τον Οκτώβριο του 1443 ανέλαβε δεσπότης του Μυστρά και αφιερώθηκε με ζήλο στη διοικητική και στρατιωτική αναδιοργάνωση τού δεσποτάτου, με απώτερο σκοπό την ενίσχυση της άμυνας της Πελοποννήσου έναντι της τουρκικής απειλής. Οικοδόμησε τα τείχη του Εξαμιλίου στον Ισθμό της Πελοποννήσου, και επέκτεινε το δεσποτάτο του κατακτώντας τη Βοιωτία και τη Φωκίδα. Όμως ο Μουράτ Β' οργάνωσε μια μεγάλη εκστρατεία εναντίον του. Κατέστρεψε το φρούριο στο Εξαμίλιο, την Κόρινθο και την Πάτρα. Ο Κωνσταντίνος αναγκάστηκε να ζητήσει ειρήνη και να γίνει φόρου υποτελής στον Τούρκο σουλτάνο.

Αυτοκράτορας

Μετά τον θάνατο τού Ιωάννη Η', στέφθηκε αυτοκράτορας στον Μυστρά (6 Ιανουαρίου 1449) και πήγε στην Κωνσταντινούπολη με πολλές ελπίδες και μεγάλη αγωνία για το μέλλον τής αυτοκρατορίας. Η τουρκική απειλή περιέσφιγγε τη βασιλεύουσα και στρεφόταν πλέον εναντίον της. Ο Κωνσταντίνος αφιερώθηκε στην επισκευή και την ενίσχυση των οχυρωματικών έργων, καθώς και στην αναδιοργάνωση τού στρατού, ο οποίος θα αναλάμβανε το βαρύ έργο της άμυνας τής πόλης. Οι αποδεδειγμένες πολιτικές και στρατιωτικές ικανότητες τού Κωνσταντίνου δεν είναι δυνατόν να ανατρέψουν τον διαμορφωμένο συσχετισμό δυνάμεων, η άνοδος δε στη εξουσία τού φιλόδοξου σουλτάνου Μωάμεθ Β' (1451) έκανε περισσότερο αισθητό τον κίνδυνο για την Κωνσταντινούπολη. Η ανέγερση στον Βόσπορο τού υψηλού φρουρίου Ρούμελι Χισάρ και οι στρατιωτικές προετοιμασίες των Τούρκων, συντονίζονταν με τελικό στόχο την άλωση τής πρωτεύουσας τής αυτοκρατορίας.
Οι εκκλήσεις τού Κωνσταντίνου προς τη Δύση για ενισχύσεις αντιμετωπίζονταν με περίεργη αδιαφορία. Ο Πελοποννήσιος καρδινάλιος και προηγουμένως μητροπολίτης Ρωσίας Ισίδωρος, που έφθασε στην Κωνσταντινούπολη με ελάχιστες δυνάμεις, δεν μπορούσε να προσφέρει ελπίδες. Οι 3.000 περίπου βυζαντινοί και οι 2.000 περίπου ξένοι, από τους οποίους 700 περίπου Γενουάτες με αρχηγό τον Ιουστινιάνη, ήταν πολύ λίγοι για να αποκρούσουν τις επιθέσεις του πολυάριθμου και αξιόμαχου τουρκικού στρατού. Η ισχυρή οχύρωση της πόλης απαιτούσε και ισχυρή φρουρά για την απόκρουση των επιθέσεων από την ξηρά, αφού η απειλή από τη θάλασσα εξουδετερωνόταν με την περίφημη αλυσίδα τού Κεράτιου Κόλπου. Ωστόσο η μεταφορά από την ξηρά (υπερνεώλκηση) περίπου 70 τουρκικών πλοίων από τον Βόσπορο στον Κεράτιο κατέστησε την πολιορκία ασφυκτική (22-23 Απριλίου 1453).

Η Άλωση της Πόλης

Στις 28 Μαΐου, ο Μωάμεθ αποφάσισε τη γενική και τελική επίθεση εναντίον της πόλης. Ο Κωνσταντίνος, μετά την τέλεση της θείας λειτουργίας στον ναό της Αγίας Σοφίας, ενθάρρυνε τη φρουρά που θα έδινε τον αγώνα για την απόκρουση τής μεγάλης επίθεσης. Πράγματι, η πρώτη επίθεση αποκρούστηκε, αλλά η αναπλήρωση των απωλειών τής φρουράς ήταν δύσκολη. Ο τραυματισμός του Γενουάτη Ιουστινιάνη υπήρξε σοβαρό πλήγμα. Τέλος και ενώ ο Κωνσταντίνος αγωνιζόταν με στο πλευρό των στρατιωτών του ως απλός στρατιώτης, οι Τούρκοι μπήκαν στην πόλη το πρωί της 29ης Μαΐου του 1453. Η Κωνσταντινούπολη έπεσε στον αλλόθρησκο κατακτητή και έγινε πηγή θρύλων και παραδόσεων στη μνήμη τού λαού.
Ο Κωνσταντίνος ΙΑ’ υπήρξε ο τελευταίος αυτοκράτορας τού Βυζαντίου, ο οποίος με το φρόνημα και την αυτοθυσία του, σημάδεψε χαρακτηριστικά το γεγονός τής πτώσης. Ο αυλικός του Γεώργιος Φραντζής διηγείται με απλότητα τον θάνατο τού τελευταίου βυζαντινού αυτοκράτορα: «Ο βασιλεύς ουν απαγορεύσας εαυτόν, ιστάμενος βαστάζων σπάθην και ασπίδα, είπε λόγον λύπης άξιον "ουκ έστι τις των χριστιανών του λαβείν την κεφαλήν μου απ΄ εμού;" ην γαρ μονώτατος απολειφθείς. τότε εις των Τούρκων δους αυτώ κατά πρόσωπον και πλήξας, και αυτός τω Τούρκω ετέραν εχαρίσατο' των όπισθεν δ΄ετέρος καιρίαν δους πληγήν, έπεσε κατά γης' ου γαρ ήδεισαν ότι ο βασιλεύς εστιν, αλλ΄ως κοινόν στρατιώτην τούτον θανατώσαντες αφήκαν».
Σύμφωνα με την περιγραφή του Φραντζή, οι κατακτητές, μετά το τέλος του αγώνα, αναζήτησαν το σώμα του αυτοκράτορα: «πλείονας κεφάλας των αναιρεθέντων έπλυναν, ει τύχοι και την βασιλικήν γνωρίσωσι, και ουκ ηδυνήθησαν γνωρίσαι αυτήν, ει μη το τεθνεώς πτώμα τού Βασιλέως ευρόντες ο εγνώρισαν εκ των βασιλικών περικνημίδων, ή και πεδίλων ένθα, χρυσοί αετοί ήσαν γεγραμμένοι, ως έθος υπήρχε τοις βασιλεύσι». Η αναγνώριση του νεκρού αυτοκράτορα συνοδεύθηκε από την εντολή τού σουλτάνου Μωάμεθ Β’ να ταφεί με τις αρμόζουσες βασιλικές τιμές, χωρίς όμως να ανακοινωθεί και ο τόπος της ταφής. Οι μυστικοί πόθοι τού λαού συνέδεσαν τον θρύλο τού μαρμαρωμένου βασιλιά, με την ελπίδα για την απελευθέρωση και την αποκατάσταση τής αυτοκρατορίας.
Ο θρύλος λέει ότι τη στιγμή που ο βασιλιάς περικυκλώθηκε από τους Τούρκους, ένας άγγελος του Κυρίου τον άρπαξε και τον έκρυψε σε μια σπηλιά, αφού πρώτα τον μαρμάρωσε. Στη σπηλιά αυτή περιμένει για αιώνες ο "Μαρμαρωμένος Βασιλιάς" να ξαναέρθει την κατάλληλη στιγμή, "το πλήρωμα του χρόνου", και ο άγγελος Κυρίου θα του ξαναδώσει τη ζωή και το σπαθί του για να διώξει τους Τούρκους από την Κωνσταντινούπολη. Άλλοι θρύλοι και προφητείες αναφέρουν ότι θα τους κυνηγήσει μέχρι την "Κόκκινη Μηλιά" και στη μάχη που θα γίνει οι Τούρκοι θα νικηθούν και "θα κολυμπήσει το μοσχάρι στο αίμα τους". Ο θρύλος προσθέτει, ακόμα, ότι οι Τούρκοι ψάχνουν συνεχώς να ανακαλύψουν τη σπηλιά, όπου βρίσκεται ο Μαρμαρωμένος Βασιλιάς για να χτίσουν την είσοδό της, ώστε να μην μπορεί να ξαναβγεί από εκεί. Όμως, οι προσπάθειες τους είναι συνεχώς άκαρπες, αφού ο άγγελος προστατεύει τον Μαρμαρωμένο Βασιλιά και περιμένει την εντολή του Θεού για να τον ξυπνήσει.
Ο Κωνσταντίνος ΙΑ' πέθανε σε πλήρη ένωση με την Καθολική Εκκλησία και κοινώνησε Θεία Ευχαριστία από τα χέρια του Καρδινάλιου Ισιδώρου του Κιέβου λίγες μόνο ώρες πριν από τον θάνατό του. Θεωρείται Άγιος από τους Ελληνόρυθμους Καθολικούς.

Σύζυγοι

Η πρώτη του σύζυγος ήταν η Μαντελένα Τόκκο, ανηψιά του Καρόλου Α’ Τόκκου, Δεσπότη Ηπείρου, η οποία μετά το γάμο τους το 1427 ή το 1428 έγινε ορθόδοξη και άλλαξε το όνομά της σε Θεοδώρα. Πέθανε το 1429 ή το 1430.
Η δεύτερη σύζυγός του ήταν η Caterina Gattilusio, κόρη του Ντορίνο της Λέσβου, η οποία πέθανε το 1442. Ο Κωνσταντίνος δεν απέκτησε παιδιά.



Κωνσταντίνος Α΄ ο Μέγας

Κωνσταντίνος Α'
Flavius Valerius Aurelius Constantinus
Κωνσταντίνος Α΄
Ο Μέγας Κωνσταντίνος. Μωσαϊκό στον ναό της Αγίας Σοφίας, 1000 μ.Χ.
Βυζαντινός Αυτοκρατόρας
Περίοδος εξουσίας
306-337
Προκάτοχος Κωνστάντιος Α΄ Χλωρός
Διάδοχος Κωνστάντιος Β΄
Βασιλικός Οίκος Κωνσταντίνεια Δυναστεία
Γέννηση 27 Φεβρουαρίου 272
Ναϊσσός
Θάνατος 22 Μαΐου 337
Νικομήδεια
Ο Φλάβιος Βαλέριος Κωνσταντίνος (Flavius Valerius Constantinus) ή Μέγας Κωνσταντίνος ή Άγιος και Ισαπόστολος Κωνσταντίνος (κατά την Ορθόδοξη Εκκλησία) υπήρξε ρωμαίος αυτοκράτορας από το 274 μ.Χ. έως τον θανατό του το 337 μ.Χ.. Υπήρξε Αυτοκράτορας της Δύσεως από το 312 μ.Χ. εως το 324 μ.Χ. και μονοκράτορας από το 324 μ.Χ. ως το 337 μ.Χ.[1].
Έμεινε γνωστός για τρεις κοσμοϊστορικές αποφάσεις του:
  • Υπέγραψε το διάταγμα των Μεδιολάνων το 313 μ.Χ. με το οποίο θεσπιζόταν η αρχή ανεξιθρησκίας. Έτσι, για πρώτη φορά ο Χριστιανισμός βρισκόταν υπό την προστασία του αυτοκράτορος (σημ. Ο Μ. Κων/νος δεν ανακήρυξε το Χριστιανισμό επίσημη θρησκεία της αυτοκρατορίας, όπως λανθασμένα αναφέρεται κάποιες φορές. Αυτό το έπραξε αρκετά χρόνια αργότερα ο αυτοκράτορας Θεοδόσιος). Με την κίνηση αυτή ο διορατικός Μέγας Κωνσταντίνος, συνέχιζε την πολιτική του Γαλέριου, που αντιλαμβανόμενος πως οι διωγμοί κάθε άλλο παρά συνέβαλλαν στην εδραίωση της εσωτερικής ειρήνης (PAX ROMANA), το 311 μ.Χ. τους κατέπαυσε με διάταγμα , και εν συνεχεία στα Μεδιόλανα νομιμοποίησε τον Χριστιανισμό ως "επιτρεπομένη θρησκεία", οι οπαδοί της οποίας όφειλαν να προσεύχονται στον δικό τους Θεό για την ευτυχία του κράτους.
  • Μετέφερε την πρωτεύουσα της αυτοκρατορίας του από τη Ρώμη στην Κωνσταντινούπολη.
  • Συγκάλεσε την πρώτη Οικουμενική Σύνοδο της Νίκαιας της πλέον καθοριστική δια την μετέπειτα εξέλιξη της Παγκόσμιας Χριστιανικής Εκκλησίας.



Μιχαήλ Η' Παλαιολόγος

Ο Βυζαντινός Αυτοκράτορας Μιχαήλ Η’ Παλαιολόγος στέφθηκε Αυτοκράτωρ το 1259 στο Νυμφαίον (ως συναυτοκράτορας του ανήλικου Ιωάννη Δ' Λάσκαρη), και βασίλεψε μέχρι το θάνατό του το 1282. Έχοντας ήδη αποδείξει την αξία του στο πεδίο της μάχης ως στρατιωτικός, ο Μιχαήλ έδωσε γρήγορα και σαφή δείγματα ηγετικών και διπλωματικών ικανοτήτων. Αντιμέτωπος με το ασθενικό βασίλειο των Λατίνων, η επάνοδος των Βυζαντινών υπό τη βασιλεία του στο φυσικό τους χώρο ήταν θέμα χρόνου. Πρώτη μεγάλη νίκη του αποτελεί η συντριβή των ενωμένων δυνάμεων του δεσπότη της Ηπείρου, Μιχαήλ Β' Δούκα, του πρίγκιπα της Αχαΐας, Γουλιέλμου Βιλλεαρδουίνου, και του βασιλιά της Σικελίας, Μανφρέδου Χοενστάουφεν στην μάχη της Πελαγονίας το 1259.
Η ίδια η επανάκτηση της πόλης πραγματικά δεν άργησε να γίνει, όταν μια μικρή ομάδα στρατιωτών υπό το στρατηγό Αλέξιο Στρατηγόπουλο, διείσδυσε στην Κωνσταντινούπολη και την κατέλαβε (1261). Ο Αυτοκράτορας έσπευσε στην Πόλη, όπου εστέφθη εκ νέου στην Αγία Σοφία, αγνοώντας τον ήδη συναυτοκράτορά του νεαρό Ιωάννη Δ’ Λάσκαρη, τον οποίο αργότερα τύφλωσε προκειμένου να εξουδετερώσει. Δεν έγινε σφαγή και οι Λατίνοι εκδιώχθηκαν με ήπια μέσα. Η πτώση του Λατινικού Βασιλείου της Κωνσταντινούπολης ήταν αναμενόμενη και μάλλον εκπλήσσει το ότι καθυστέρησε τόσο. Η καταστροφή που επετέλεσε στη Βυζαντινή αυτοκρατορία ήταν ανεπανόρθωτη, ενώ το πλήγμα στην εξέλιξη της πολιτισμένης ανθρωπότητας ήταν καίριο, τόσο σε βάρος του Ελληνισμού, όσο και σε βάρος της Δυτικής Ευρώπης (J.J.Norwich, "Byzantium" Vol. III, σελ. 213-215).
Η συνέχεια της βασιλείας του αφορά, όπως ήταν φυσικό, στην ενδυνάμωση της επανιδρυθείσας Αυτοκρατορίας του Βυζαντίου. Βασικό χαρακτηριστικό ήταν η αδυναμία του να συνάψει ασφαλείς και επωφελείς συμμαχίες. Το μόνο ευνοϊκό στοιχείο στη διπλωματική σκηνή της εποχής, ήταν το άσβεστο μίσος του πάπα Ουρβανού Δ’ για τον οίκο του Χοχενστάουφεν, και συγκεκριμένα του Μανφρέδου. Έτσι, με υποσχέσεις για ένωση των Εκκλησιών, κάπως μετρίασε τις προετοιμασίες για Σταυροφορία επανάκτησης της Πόλης από τους Λατίνους. Σύντομα όμως, ο Μιχαήλ ξανάρχισε τους πολέμους με το Γουλιέλμο Βιλλεαρδουίνο. Η χειρότερη εξέλιξη όμως, είναι η επικράτηση του αδελφού το βασιλιά της Γαλλίας Λουδοβίκου, Κάρολος ο Ανδεγαυός (ή Κάρολος των Ανζού) στο βασίλειο της Σικελίας. Έχοντας ουσιαστικά εξοντώσει τον οίκο των Χοχενστάουφεν ως βασικού του αντιπάλου στο θρόνο της Σικελίας, ξεκινά διπλωματική εκστρατεία (υπό τις ευλογίες του πάπα Ουρβανού) για τη συγκέντρωση στρατευμάτων με σκοπό την επανάκτηση της Πόλης. Άνθρωπος άσβεστα φιλόδοξος, βίαιος και πανούργος, ικανότατος όμως στρατιώτης και βασιλέας, γρήγορα ξεκινά την εκστρατεία του και καταλαμβάνει πρώτα την Κέρκυρα. Με το θάνατο του πάπα, φροντίζει με ραδιουργίες να μείνει η θέση του κενή, ώστε να μη λογοδοτεί για τις ενέργειές του στην "Αγία Έδρα". Με το θάνατο του αδελφού του να τον αφήνει πλέον εντελώς ελεύθερο, πραγματοποιεί σύντομη και επιτυχή εκστρατεία στην Τυνησία κατά των Σαρακηνών το 1270. Κατόπιν, με τεράστια διαθεσιμότητα σε στρατιωτικό υλικό άψυχο και έμψυχο, είναι έτοιμος να σαλπάρει για την Ανατολή. Το Νοέμβριο του ίδιου έτους όμως, μια άνευ προηγουμένου καταιγίδα καταστρέφει το στόλο του Καρόλου, ελλιμενισμένο στο Τράπανι της Σικελίας, εκμηδενίζοντας τη δυνατότητά του για εκστρατεία. Η ανέλπιστη αυτή εξέλιξη ήταν λογικό να εκληφθεί από τον ανακουφισμένο Μιχαήλ "ως μια ακόμα θαυματουργή παρέμβαση της ευλογημένης Παναγίας Παρθένου, προστάτιδας της Κωνσταντινούπολης" (J.J.Norwich, "Byzantium" Vol. III, σελ. 231).
Μετά από αυτό, ο Μιχαήλ, που σε καμία περίπτωση δεν είχε υποτιμήσει τον αντίπαλό του, εντείνει τις προσπάθειές του για την επανένωση των Εκκλησιών, πιστεύοντας ότι έτσι θα εξασφαλίσει τη βιωσιμότητα του κράτους του. Με σειρά υποχωρήσεων σε εκκλησιαστικά θέματα, οι αντιπρόσωποι της Ανατολικής Εκκλησίας υπογράφουν στη Λυών το 1274 συμφωνία ενώσεως με τους Δυτικούς. Η συμφωνία όμως αυτή, όπως και όλες όσες προηγήθηκαν ή ακολούθησαν, παρέμειναν γράμμα κενό, διότι ο κλήρος και ο λαός ποτέ δε τις δέχθηκαν, μένοντας σταθερά προσηλωμένοι στα δογματικά πιστεύω της Ορθόδοξης Ανατολικής Εκκλησίας. Ο μόνος που τυπικά υποτάχθηκε στον πάπα ήταν ο ίδιος ο Αυτοκράτορας και ο γιός και διάδοχός του Ανδρόνικος Β', κίνηση με την οποία μάταια ο Μιχαήλ ήλπιζε να παρακινήσει το λαό του να δεχθεί τη συμφωνία.
Ο Κάρολος, που στο μεταξύ δεν έπαψε ποτέ να ονειρεύεται την επανάκτηση της Πόλης, οργανώνει εκ νέου στρατό, και αποβιβάζεται στην Ήπειρο, με το Δεσπότη της οποίας συνάπτει συμμαχία. Υπέστη όμως δεινή ήττα στη μάχη του Βερατίου στην Αλβανία το 1281, απέναντι στο Βυζαντινό στράτευμα υπό τις διαταγές του στρατηγου Μιχαήλ Ταρχανειώτη. Ο Κάρολος επιμένει, και διοργανώνει εκ νέου εκστρατεία το 1282 δια μέσω θαλάσσης. Ενώ όμως είχε σχεδόν ολοκληρώσει τις προετοιμασίες ενός στρατού μεγαλύτερου και ισχυρότερου από ποτέ, μια εξέγερση στη Σικελία, που συνοδεύτηκε από την ανηλεή σφαγή όλων των Γάλλων στο νησί και την καταστροφή του στόλου του στη Μεσσίνα, τον αναγκάζει να αναβάλλει για άλλη μια φορά. Τα γεγονότα αυτά του 1282 ονομάστηκαν Σικελικός Εσπερινός, και μετά από αυτά ο Κάρολος δε μπόρεσε να ξαναοργανώσει εκστρατεία κατά της Πόλης. Είναι δε βέβαιο, ότι αναμεμειγμένη στα γεγονότα είναι η γνωστή Βυζαντινή διπλωματία του παρασκηνίου, στην οποία ήταν αξεπέραστος ο Μιχαήλ, συνοδευόμενη από υποσχέσεις και χρυσάφι. Απαλλαγμένος από την απειλή των Ανδεγαυών, ο Μιχαήλ πλέον στράφηκε κατά των ανατολικών εχθρών του κράτους. Πέθανε στο Παχώμιο της Ανατολικής Θράκης το Δεκέμβριο του ίδιου έτους.
Η εποποιία του Μιχαήλ, ιδρυτή της δυναστείας των Παλαιολόγων, της μακροβιότερης Βυζαντινής δυναστείας, ήταν αδιαμφισβήτητα πλαισιωμένη από σημαντικές επιτυχίες. Στα χέρια του κατέστη δυνατή η ολοκλήρωση του σημαντικού έργου του Ιωάννη Γ' Δούκα Βατάτζη. Επανακτώντας την Πόλη και μεταφέροντας εκεί το κρατίδιο της Νικαίας, ο Μιχαήλ κατορθώνει να ενισχύσει τη Βυζαντινή παρουσία κυρίως μέσα από έντονη διπλωματική δραστηριότητα. Είναι αδιαμφισβήτητα ο κορυφαίος διπλωμάτης Βυζαντινός Αυτοκράτορας (J.J. Norwich, "Byzantium" Vol. III, σελ. 254), που συνέχισε μια μακραίωνη παράδοση επιτυχών ελιγμών υπό τις δυσμενέστερες συνθήκες. Παρ’ όλα αυτά, δε δίστασε να κάνει χρήση στρατιωτικών μέσων, όταν έβλεπε στη χρήση αυτή άμεσα και σίγουρα πλεονεκτήματα. Μεγαλύτερες δυσκολίες συνάντησε στην προσπάθειά του για ένωση των Εκκλησιών, ιδέα στην οποία πίστευε ότι θα βασιστεί η μακροβιότητα του κράτους του. Δυστυχώς, υποεκτίμησε την εμμονή των Ορθοδόξων στο δόγμα και τις λειτουργικές τους συνήθειες, με αποτέλεσμα μέχρι την εποχή του θανάτου του, να θεωρείται από το λαό του ο ίδιος ο "επί γης αντιπρόσωπος του Κυρίου", προδότης της πίστεως. Τέλος, δεν ήταν και ιδιαίτερα επιτυχής στη διαχείριση των οικονομικών του κράτους, κυρίως υπό το βάρος της πολυέξοδης διπλωματικής πολιτικής του.





Ρωμανός Β'


Ο θάνατος του Ρωμανού Β΄
Ο Ρωμανός Β' ήταν Αυτοκράτορας του Βυζαντίου (959-963)
Γιος του Αυτοκράτορα Κωνσταντίνου Ζ' του Πορφυρογέννητου και της Ελένης, κόρης του Αυτοκράτορα Ρωμανού Α' του Λεκαπηνού, γεννήθηκε στη Κωνσταντινούπολη το 939. Το 944 , μόλις πενταετής, νυμφεύθηκε τη Βέρθα, κόρη του Γάλλου Ηγεμόνα Ούγου. Mετά το θάνατό της το 949, ερωτεύτηκε την ωραία Αναστασία (κόρη ταβερνιάρη) την οποία μετονόμασε Θεοφανώ. Εικοσαετής διαδέχθηκε τον πατέρα του που πέθανε στις 6 Νοεμβρίου 959. Αργότερα, υπακούοντας στις διαβολές της συζύγου του, απομάκρυνε από το Παλάτι και έκλεισε σε μοναστήρι τη μητέρα του Ζωή Α' και τις πέντε αδελφές του Ζωή, Θεοδώρα, Αγάθη, Θεοφανώ και Άννα.
Ο Ρωμανός Β' ήταν νέος ωραίος αθλητικού παραστήματος, νοήμων, ευπαίδευτος και φίλαθλος, συνεχώς ασχολούμενος με το κυνήγι και παραμελώντας ενίοτε τα καθήκοντά του. Είχε όμως τη δεξιότητα να αναθέτει τα μεγαλύτερα του κράτους υπουργήματα σε άνδρες ικανούς και δραστήριους. Τη διαχείριση όλης της βασιλικής εξουσίας εμπιστεύθηκε στον Ιωσήφ Βρίγγα και αρχιστρατήγους του όρισε για τα μεν στην Ασία στρατεύματα τον περιφανή στρατηγό Νικηφόρο Φωκά, των δε ευρωπαϊκών περιοχών τον αδελφό του Λέοντα Φωκά.
Το 960 θέλησε να απαλλάξει την Κρήτη από τον αραβικό ζυγό παρά την αντίθετη άποψη των περισσοτέρων συγκλητικών, φοβουμένων τη δυσχέρεια της επιχείρησης. Έτσι κάλεσε από τη Μικρά Ασία τον Νικηφόρο Φωκά και του ανέθεσε την αρχηγία της εκστρατείας που τελικά στέφθηκε με επιτυχία. Στο μεταξύ οι Άραβες της Κιλικίας, επωφελούμενοι από την απομάκρυνσης του Νικηφόρου, εισέβαλαν με πολύ στρατό στο βυζαντινό έδαφος υπό τον Εμίρη Χαμβντά. Εναντίον αυτών ο Ρωμανός έστειλε τον Λέοντα Φωκά, το έργο του οποίου ολοκλήρωσε ο Νικηφόρος Φωκάς. Αυτός μετά την επιστροφή του από τη Κρήτη (961) επαναδιορίστηκε στρατηγός στη Μικρά Ασία και πολύ σύντομα κατατρόπωσε τελείως τους Άραβες, εκπορθώντας 60 κάστρα και παίρνοντας χιλιάδες αιχμαλώτους και αμύθητη λεία.
Στο μέσο των μεγάλων αυτών επιτυχιών, στις 15 Μαρτίου 963, ο Ρωμανός Β' πέθανε αιφνίδια, κατ΄ άλλους δηλητηριασμένος από τη σύζυγό του, κατ΄ άλλους από συγκοπή καρδίιάς λόγω βιαίων ασκήσεων. τον διαδέχθηκαν οι γιοί του Βασίλειος Β' και Κωνσταντίνος Η' επιτροπευόμενοι από τη μητέρα τους Θεοφανώ, οποία όμως σύντομα παντρεύτηκε τον Νικηφόρο Φωκά. Ο Ρωμανός Β' είχε και δύο κόρες, τη Θεοφανώ που παντρεύτηκε τον αυτοκράτορα της Γερμανίας Όθωνα Β’ το 972, και την Άννα που το 989 παντρεύτηκε τον Ρως ηγεμόνα του Κιέβου Βλαδίμηρο τον Μέγα.
Κύρια πηγή για το βίο του Ρωμανού είναι ο Λέων ο Διάκονος.






Νικηφόρος Β' Φωκάς


Ο Νικηφόρος Β' Φωκάς
Ο Αυτοκράτορας της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας Νικηφόρος Φωκάς έμεινε στο θρόνο από το 963 μέχρι το θάνατό του το 969.

Πίνακας περιεχομένων



[Επεξεργασία] Αρχική σταδιοδρομία

O Νικηφόρος Φωκάς καταγόταν από τη μεγάλη στρατιωτική οικογένεια των Φωκάδων της Καππαδοκίας. Ακολούθησε και ο ίδιος στρατιωτική σταδιοδρομία και τιμήθηκε με τον τίτλο του μαγίστρου. Το 960, με την ιδιότητα του δομέστικου των σχολών της Ανατολής, ο μετέπειτα αυτοκράτορας ανέλαβε επικεφαλής της εκστρατείας για την απελευθέρωση της Κρήτης από τους Σαρακηνούς (Άραβες). Συγκέντρωσε το βυζαντινό στρατό στα Φύγελα της Μ. Ασίας, κατέπλευσε στον κόλπο του Αλμυρού και άρχισε τις επιχειρήσεις εναντίον του αραβικού στρατού. Στρατοπέδευσε κοντά στο Xάνδακα (σημ. Ηράκλειο), την πρωτεύουσα της Κρήτης, επιχειρώντας ταυτόχρονα επιθέσεις εναντίον των τειχών και εξορμήσεις στο εσωτερικό, για να υποτάξει ολόκληρο το νησί. Ύστερα από εννέα μήνες δραματικής πολιορκίας, το Μάρτιο του 961, κατέλαβε το Χάνδακα και επανέφερε την Κρήτη στους κόλπους της βυζαντινής αυτοκρατορίας για τα επόμενα 250 χρόνια. Μέρος από τα λάφυρα παραχώρησε στο φίλο του Αθανάσιο Αθωνίτη, ο οποίος τον είχε ακολουθήσει στην εκστρατεία της Κρήτης, για να ιδρύσει τη Μονή Μεγίστης Λαύρας στο Άγιον Όρος.
Πριν από την αναχώρησή του, ο Φωκάς οργάνωσε διοικητικά, στρατιωτικά και θρησκευτικά το νησί και άφησε αξιόλογη φρουρά για την προστασία του από νέες αραβικές επιδρομές. Επιχείρησε μάλιστα τη μεταφορά της πρωτεύουσας σε άλλο σημείο και για το σκοπό αυτό οχύρωσε ένα λόφο νότια του Χάνδακα, όπου έχτισε το φρούριο Τέμενος. Ωστόσο, η νέα πρωτεύουσα δεν κατάφερε να επιβληθεί, με αποτέλεσμα ο Χάνδακας να αναβιώσει και να γίνει έπειτα από λίγο το διοικητικό και εκκλησιαστικό κέντρο της Κρήτης. Κατά την επιστροφή στην Κωνσταντινούπολη, τελέστηκε θρίαμβος ενώπιον του αυτοκράτορα Ρωμανού Β' και μεγάλου πλήθους.

[Επεξεργασία] Αυτοκράτορας

Μετά το θάνατο του αυτοκράτορα Ρωμανού Β', η χήρα του Θεοφανώ κάλεσε το Νικηφόρο στην πρωτεύουσα, έχοντας πρόθεση να του ζητήσει προστασία για τα παιδιά της και την ίδια. Με την άφιξή του στην Πόλη, και μπροστά στην απαστράπτουσα ομορφιά της Θεοφανούς, φαίνεται ότι την ερωτεύτηκε ειλικρινά και ξέχασε τους προηγούμενους όρκους του. Όμως, τα αισθήματα δεν ήταν αμοιβαία. Η αυτοκράτειρα, παρ' όλα αυτά, με χαρά δέχτηκε το γάμο που της πρότεινε ο Νικηφόρος, διότι προστάτευε σε μεγάλο βαθμό τα οικογενειακά και προσωπικά της συμφέροντα, με προστάτη έναν αδέκαστο και αφοσιωμένο στρατιώτη.
Μετά το θάνατο του Ρωμανού Β', ο Νικηφόρος Φωκάς παντρεύτηκε τη σύζυγό του Θεοφανώ και τον Αύγουστο του 963 στέφθηκε αυτοκράτορας στο ναό της Αγίας Σοφίας από τον πατριάρχη Πολύευκτο.
Βασική κατεύθυνση της πολιτικής του υπήρξε η συνέχιση των αγώνων εναντίον των Αράβων στην Ανατολή, τους οποίους είχε εγκαινιάσει με επιτυχία σε όλα τα επίπεδα. Απομάκρυνε τους Άραβες από την Κιλικία, ανακατέλαβε την Κύπρο και προσάρτησε μεγάλο μέρος της Συρίας, προχωρώντας έως την Τρίπολη. Παράλληλα, έδειξε ενδιαφέρον για την περιφρούρηση των βυζαντινών συμφερόντων στις επαρχίες της Νότιας Ιταλίας και της Σικελίας. Επιβεβαίωσε έτσι τη βυζαντινή κυριαρχία στη Μεσόγειο και εκτίναξε τα σύνορα της αυτοκρατορίας έως πέρα από τον ποταμό Ευφράτη. Με ανάλογη ευαισθησία αντιμετώπισε και τα προβλήματα στα βόρεια σύνορα της αυτοκρατορίας, επιχειρώντας σύντομη εκστρατεία κατά μήκος των βυζαντινο-βουλγαρικών συνόρων και καταλαμβάνοντας χωρίς δυσκολίες όλα τα σημαντικά φρούρια.
Ωστόσο, η συνεχής πολεμική δραστηριότητα των Βυζαντινών για μια ολόκληρη εξαετία (963-969) είχε κουράσει το βυζαντινό στρατό και είχε προκαλέσει τη δυσφορία του λαού από τις επαχθείς φορολογικές επιβαρύνσεις.

[Επεξεργασία] Δολοφονία του Νικηφόρου Φωκά

Ο ανηψιός του Φωκά Ιωάννης Τσιμισκής εκμεταλλεύτηκε τη δυσφορία αυτή, συνεργάστηκε με την αυτοκράτειρα Θεοφανώ και οργάνωσε συνωμοσία για την εκθρόνισή του, η οποία και συντελέστηκε με τη δολοφονία του αυτοκράτορα τη νύχτα της 10ης Δεκεμβρίου του 969. Δολοφονήθηκε με απεχθή τρόπο, την ώρα που κοιμόταν (σαν στρατιωτικός κοιμόταν στο δάπεδο του δωματίου, μια συνήθεια που παρ' ολίγο να του έσωζε τη ζωή) από συνεργάτες του Ιωάννη.
Τα μέλη της συνομωσίας είχαν ορίσει την 10η Δεκεμβρίου ως την ημέρα εκτέλεσης του σχεδίου τους για την δολοφονία του αυτοκράτορα. Νωρίς το απόγευμα της ίδιας ημέρας η Θεοφανώ (από τους πρωτεργάτες της συνομωσίας) είχε βοηθήσει στην είσοδο των υπολοίπων μελών κρυφά στο παλάτι ντύνοντας τους με γυναικεία ρούχα, κάτω από τα όποια έκρυβαν τα φονικά τους όπλα. Ο Ιωάννης Τσιμισκής, ο όποιος είχε ηγετικό ρολό σε αυτήν την συνομωσία, για να μην κινήσει υποψίες βρισκόταν στο Πέραν. Ωστόσο οι ενέργειες αυτές δεν πέρασαν απαρατήρητες και έφτασαν στα αυτιά του Νικηφόρου. Αυτός ανήσυχος έστειλε τον Μιχαήλ, έναν από τους πιο έμπιστους ευνούχους του, όπως πίστευε, για να ερευνήσει το παλάτι. Αυτός όμως απ ότι φαίνεται είχε ταχθεί με το μέρος της Θεοφανούς και έτσι δεν ανέφερε τίποτα το ασυνήθιστο στον αυτοκράτορα. Τη νύχτα αυτή, όπως αναφέρεται από τον Λέοντα τον Διάκονο, μια τρομερή χιονοθύελλα είχε ξεσπάσει στην Πόλη. Οι συνεργάτες του Τσιμισκή φοβόντουσαν μήπως δεν κατάφερνε να διασχίσει εγκαίρως τον φουρτουνιασμένο Κεράτιο κόλπο καθώς επέβαινε σε μικρή βάρκα και δεν είχε δάδα αναμμένη, ώστε να μην γίνει αντιληπτός από τους φρουρούς των τειχών. Τελικά λίγο πριν τα μεσάνυχτα βρέθηκε και αυτός στο παλάτι, έτοιμος για δράση.
Ο αυτοκράτορας, ανυποψίαστος για τα γεγονότα που διαδραματίζονταν δίπλα του, είχε ξαπλώσει στο πάτωμα, συνήθεια που είχε αποκτήσει όσο καιρό ήταν στρατιωτικός, σε μια γωνία του αυτοκρατορικού δωματίου. Την προκαθορισμένη ώρα οι συνωμότες οδηγημένοι από κάποιον έμπιστο του αυτοκράτορα βρέθηκαν στην κάμαρά του. Όταν είδαν το αυτοκρατορικό κρεβάτι άδειο τους κυρίευσε τρόμος και πανικός γιατί πίστευαν ότι η συνομωσία τους είχε αποκαλυφθεί και οι αυτοκρατορικοί σωματοφύλακες τους είχαν στήσει παγίδα για να τους συλλάβουν την ώρα που θα εκτελούσαν την αποτρόπαια ενέργειά τους. Τελικά τη λύση την έδωσε πάλι ο έμπιστος του Φωκά που τους είχε οδηγήσει ως εδώ, δείχνοντας τους την σκοτεινή γωνία του δωματίου που κοιμόταν ο Νικηφόρος. Τότε ο ταξίαρχος Λέων Βαλάντης τράβηξε το ξίφος του και κατάφερε ένα δυνατό κτύπημα στον αυτοκράτορα με σκοπό να τον αποκεφαλίσει. Την στιγμή αυτή φαίνεται να ξύπνησε ο Νικηφόρος και στην απεγνωσμένη του προσπάθεια να ξεφύγει, χτυπήθηκε στο πρόσωπο από το σπαθί του ταξίαρχου αλλά δεν σκοτώθηκε. Στην τραγική κατάσταση που βρισκόταν, τυφλωμένος απ τα αίματα, ανήμπορος να αντιδράσει και εγκαταλελειμμένος από όλους, έστρεψε τις τελευταίες του ελπίδες στην Παναγία που τόσο ευλαβούταν. Τελικά άφησε την τελευταία του πνοή με το όνομα της Παναγίας στα χείλη του. Οι αυτοκρατορικοί φρουροί θορυβημένοι από τον φασαρία μπήκαν στην καμάρα. Όταν αντίκρισαν το ακέφαλο σώμα του Νικηφόρου μέσα σε μια λίμνη αίματος κατάλαβαν ότι είχαν φτάσει πολύ αργά.
Στο μεταξύ λίγες στιγμές μετά την δολοφονία, άνθρωποι του Ιωάννη Τσιμισκή ξεχύθηκαν στους δρόμους της βασιλεύουσας φωνάζοντας «Ιωάννης, Αύγουστος και Βασιλεύς των Ρωμαίων». Η παγωμένη ατμόσφαιρα που επικρατούσα στην Πόλη από την στυγερή δολοφονία του αυτοκράτορα συνέβαλε στην αδράνεια των πολιτών να αντισταθούν στην ενθρόνιση του πρωτεργάτη της συνομωσίας Ιωάννη Τσιμισκή. Το σώμα του Νικηφόρου πετάχτηκε από το παράθυρο του δωματίου και έμεινε εκεί παραπεταμένο για την υπόλοιπη ημέρα. Μόλις βράδιασε, κάποιοι από τους υπηρέτες που είχαν παραμείνει πιστοί, πήραν το σώμα του και το μετέφεραν μέσα από τους άδειους δρόμους της Πόλης στο νεκροταφείο των βασιλέων στην εκκλησία των Αγίων Απόστολων και το έβαλαν σε μαρμάρινη σαρκοφάγο. Χαρακτηριστικό γεγονός είναι, όπως φαίνεται από τα λεγόμενα του Λέοντος του Διακόνου, ότι επίσημα δεν έγινε κηδεία του πρώην αυτοκράτορα. Αυτό το φρικιαστικό τέλος επεφύλασσε η μοίρα για τον Nικηφόρο Β΄ Φωκά, τον γενναίο στρατηγό, τον ευσεβή χριστιανό αλλά και τον προδομένο αυτοκράτορα. Πάνω στον τάφο του ήταν χαραγμένη η εξής επιγραφή: «Τους νίκησε όλους εκτός από μια γυναίκα».

[Επεξεργασία] Κριτική

Ο Νικηφόρος Φωκάς ήταν φύση δυναμική και ιδιόρρυθμη και αισθανόταν ιδιαίτερη ικανοποίηση τόσο στο πεδίο των μαχών όσο και στην εμπειρία της ασκητικής ησυχίας. Υπήρξε ένας από τους σημαντικότερους αυτοκράτορες του Βυζαντίου και μεγαλόπνοος οραματιστής της παγκόσμιας ακτινοβολίας της αυτοκρατορίας.
Πριν γίνει αυτοκράτορας, ο Νικηφόρος Φωκάς αναδείχθηκε μεγαλος στρατηγός σε όλα τα μέτωπα της εποχής του. Χαρακτηρίζονταν από μεγάλη ευσέβεια και αγαπούσε τον μοναχισμό. Ο Νικηφόρος ήταν πάντως γεννημένος στρατιώτης. Είχε τη σωματική αντοχή και διανοητική ικανότητα ενός μεγάλου στρατιωτικού ηγέτη, ήταν βραχύσωμος, αλλά εξαιρετικά ρωμαλέος. Η ζωή του ήταν αφιερωμένη στα στρατεύματά του, τα οποία αγαπούσε και προστάτευε πάση θυσία, και τα οποία του ήταν πιστά μέχρι θανάτου. Πέρα από τη βαθιά του πίστη προς το χριστιανισμό, δεν είχε άλλα ενδιαφέροντα. Πριν παντρευτεί τη Θεοφανώ, ήταν χήρος και είχε ορκιστεί αποχή.
Έδειξε ιδιαίτερη πολιτική ευελιξία, και, αφού εξουδετέρωσε τους εχθρούς του και υποψήφιους αυτοκράτορες, στέφθηκε ο ίδιος. Λίγο αργότερα, με ιδιαίτερη διακριτικότητα παντρεύτηκε τη Θεοφανώ, αντιμετωπίζοντας όμως εκκλησιαστικές αντιδράσεις, κυρίως του πατριάρχη Πολύευκτου, διότι ήταν νονός κάποιου από τα παιδιά της Θεοφανούς. Η στρατιωτική του πολιτική ήταν απόλυτα επιτυχής, ήταν όμως μάλλον κακός διπλωμάτης, προκαλώντας αναταραχή στις σχέσεις του Βυζαντίου με τους Δυτικούς, τους Βούλγαρους και τους Ρως. Γνωστό είναι το περιστατικό με το Λιουτπράνδο, απεσταλμένο του Γερμανού αυτοκράτορα Όθωνα Α'. Ατυχώς δε, έλαβε μέτρα ευνοϊκά για τη μεγάλη γαιοκτησία, με αποτέλεσμα να γίνει αντιπαθής στο λαό.
Βοήθησε τον Όσιο Αθανάσιο τον Αθωνίτη να χτίσει την πρώτη μονή του Αγίου Όρους, τη σημερινή Μεγίστη Λαύρα, θέτοντας ένα επίσημο πλαίσιο λειτουργίας της μονής και όλης της περιοχής. Λέγεται ότι κάτω από το αυτοκρατορικό ένδυμα φορούσε ράσα και είχε εκδηλώσει την επιθυμία να εγκαταλείψει το θρόνο και να γίνει μοναχός. Αξίζει να σημειωθεί η προσπάθειά του να τιμήσει ως μάρτυρες όλους τους στρατιώτες που έπεσαν κατά τη διάρκεια των αγώνων του με τους μουσουλμάνους. Η προσπάθεια αυτή όμως βρήκε αντίθετους την Εκκλησία και ως εκ τούτου ο αυτοκράτορας αναγκάστηκε να εγκαταλείψει το σχέδιό του.





Βασίλειος Β' ο Βουλγαροκτόνος


Ο Βασίλειος Β' σε χειρόγραφο.
Το άρθρο αυτό αφορά Αυτοκράτορα του Βυζαντίου. Για προσωπικότητες με το ίδιο όνομα, δείτε: Βασίλειος Β΄ (αποσαφήνιση)
Ο Βυζαντινός αυτοκράτορας (976-1025) Βασίλειος Β', συχνά επονομαζόμενος Βουλγαροκτόνος, θεωρείται ο τελευταίος μεγάλος αυτοκράτορας της Μακεδονικής δυναστείας.
Ήταν γιός του αυτοκράτορα Ρωμανού Β' και της Θεοφανούς που είχε Ελληνική καταγωγή[1][2][3][4][5][6], γεννημένη στη Λακωνία[7]. Ανέλαβε τη διακυβέρνηση της αυτοκρατορίας σε ηλικία 18 ετών έχοντας όμως επιτροπευθεί από δύο εξαίρετους στρατιώτες-αυτοκράτορες, τον Νικηφόρο Φωκά, δεύτερο σύζυγο της Θεοφανούς, και τον Ιωάννη Τσιμισκή των οποίων το έργο ανέλαβε να συνεχίσει.
Η αρχή της βασιλείας του σημαδεύτηκε από τις εξεγέρσεις των Βάρδα Σκληρού και Βάρδα Φωκά οι οποίοι στην προσπάθειά τους να αναρριχηθούν στο θρόνο της Κωνσταντινούπολης οδήγησαν το κράτος σε εμφύλια σύρραξη. Για την αντιμετώπισή τους, μεταξύ άλλων ενεργειών, ο Βασίλειος ζήτησε τη συμμαχία του πρίγκηπα Βλαδίμηρου των Ρως. Ως μέρος αυτών των επαφών, ο αυτοκράτορας έδωσε ως γυναίκα του στο Βλαδίμηρο την πορφυρογέννητη αδελφή του Άννα, ενώ ο ίδιος ο πρίγκηπας του Κιέβου βαφτίστηκε χριστιανός με συνέπεια τον μαζικό εκχριστιανισμό και του ρωσικού λαού.
Ο Βασίλειος αφού εδραίωσε την κυριαρχία του με κατανίκηση και παραδειγματική τιμωρία των στασιαστών, έστρεψε την προσοχή του προς την Βουλγαρική λαίλαπα. Έχοντας την προσοχή του στραμμένη στην καταστολή της εξέγερσης, βρήκαν ευκαιρία οι Βούλγαροι, που ήταν υποτελείς της αυτοκρατορίας, και με αρχηγό τους τον Σαμουήλ ξεκίνησαν έναν αγώνα κατά του Βυζαντίου που διήρκησε κοντά 30 έτη. Η μάχη εναντίον τους κοντά στη Λάρισα το 987, κατέληξε σε βαριά ήττα του Βασιλείου, γεγονός που σημάδεψε για όλη του τη ζωή την πολιτική του έναντί τους. Οι Βούλγαροι κατόπιν, επιδόθηκαν σε σφαγές και λεηλασίες όλου του ελλαδικού χώρου μέχρις ότου ο Βασίλειος με τη βοήθεια των στρατηγών του Νικηφόρου Ουρανού και Νικηφόρου Ξιφία κατάφερε και τους νίκησε σε διάφορες μάχες.
Το τέλος του Βουλγαρικού κινδύνου, ήρθε με την μάχη στη θέση Κλειδί (κοντά στις Σέρρες) το 1014, όπου ο Βασίλειος κατέστρεψε τον στρατό του Σαμουήλ και συνέλαβε 14.000 αιχμαλώτους. Θεωρώντας τους Βούλγαρους στασιαστές (γιατί ήδη ανήκαν στην αυτοκρατορία) τους επέβαλε την ανάλογη ποινή, έτσι τύφλωσε όλους τους αιχμαλώτους φροντίζοντας όμως ανα 100 άνδρες να αφήνει ένα μονόφθαλμο ώστε να οδηγήσουν του υπόλοιπους στον Σαμουήλ. Εκείνος μόλις αντίκρυσε το οικτρό θέαμα που παρουσίαζε ο στρατός του έπαθε συμφόρηση και πέθανε σε φρικτούς πόνους. Ο Βασίλειος στη συνέχεια έκανε περιοδεία σε όλη τη Ελλάδα και έφτασε μέχρι την Αθήνα όπου παρέμεινε αρκετό χρονικό διάστημα και προσκύνησε στην Παναγία την Αθηνιώτισσα (Παρθενώνα), σημερινή ονομασία Παναγία Σουμελά[εκκρεμεί παραπομπή].

Χάρτης της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας το 1025
Εκτός από τους Βούλγαρους ο Βασίλειος πολέμησε και νίκησε τους Άραβες στη Συρία, τους Λογγοβάρδους στη Νότια Ιταλία, τους Αρμένιους στην Κιλικία και τους Νορμανδούς στη Σικελία. Απεβίωσε το 1025 σε ηλικία 68 ετών, έχοντας περάσει σχεδόν ολόκληρη τη ζωή του επάνω στο άλογο πολεμώντας διαρκώς.
Άφησε το Βυζάντιο στην ισχυρότερη θέση μετά την εποχή του Ιουστινιανού, αλλά δυστυχώς ο αδερφός του Κωνσταντίνος που τον διαδέχθηκε δεν του έμοιαζε ούτε στο ελάχιστο, με αποτέλεσμα να ξεκινήσει σχεδόν αμέσως μια περίοδος διάλυσης της αυτοκρατορίας που συνεχίσθηκε μέχρι την άνοδο στο θρόνο του Αλέξιου Α' του Κομνηνού. Εκτός από τους πολέμους όμως ο Βασίλειος ασχολήθηκε και με τη νομοθεσία, θεσπίζοντας νέους νόμους στον αγώνα του εναντίον των «δυνατών», των μεγάλων γαιοκτημόνων δηλαδή που αμφισβητούσαν την κεντρική εξουσία και απομυζούσαν το λαό. Για την καταστροφή των Βουλγάρων, ο λαός που τον λάτρεψε τον ονόμασε Βουλγαροκτόνο, ένα όνομα με το οποίο έμεινε γνωστός στην ιστορία.
Ο Βασιλειος Β ζητησε την βοηθεια του Βλαδημιρου για να εξωντωσει την ανταρσια των γαιοκτημονων.Ο Βλαδημιρος δεχτηκε και σε ανταλλαγμα ζητησε να παντρευτει την αδερφη του Βασιλειου,Αννα.Το ρωσικο στρατιωτικο σωμα που σταλθηκε συνετριψε την ανταρσια των γαιοκτημονων,αλλα ο Βασιλειος δεν τηρησε την υποσχεση του.Οταν ομως ο Βλαδημιρος κατεβαλε την Χερσωνα,ο Βασιλειος δεχτηκε να δωσει σε γαμο την αδερφη φτανει ο Βλάδημιρος να ασπαζοταν τον Χριστιανισμο.Ο Βλαδημιρος δεχεται και ετσι στην Χερσωνα γινεται η βαπτιση του Βλαδημιρου και ο γαμος.Μετα ακολουθησε η ομαδικη βαπτιση των Ρωσων στα νερα του ποταμου Δνειπερου.






Ρωμανός ο Μελωδός


Το όραμα του Ρωμανού του Μελωδού 

Ο Άγιος Ρωμανός ο Μελωδός
Ο Άγιος Ρωμανός, γνωστός και ως Άγιος Ρωμανός ο Μελωδός είναι από τους γνωστότερους ελληνικούς υμνογράφους , αποκαλούμενος και ως "Πίνδαρος της Ρυθμικής Ποίησης». Άκμασε κατά τη διάρκεια του έκτου αιώνα, που θεωρείται ότι είναι η "Χρυσή Εποχή" της βυζαντινής υμνογραφίας. Ο Ρωμανός ο Μελωδός θεωρείται κορυφαίος ποιητής και υμνογράφος της Ορθόδοξης Εκκλησίας.
Γεννήθηκε στην Έμεσα της Συρίας πιθανώς τον 6ο αιώνα και σύμφωνα με ανώνυμο ύμνο ήταν εβραϊκής καταγωγής. Στη Βηρυτό έκανε τις σπουδές του και στα χρόνια τής βασιλείας του Αναστασίου του Α' ταξίδεψε στην Κωνσταντινούπολη, όπου και υπηρέτησε στο ναό της Αγίας Σοφίας. Μετά την παταγώδη αποτυχία του σαν ψάλτης στον εσπερινό των Χριστουγέννων αποσύρθηκε στη μονή τής Θεοτόκου των Κύρου. Εκεί, σύμφωνα με το Μηνολόγιο του Βασιλείου η Θεοτόκος του έδωσε το χάρισμα της σύνθεσης ύμνων. Τότε έγραψε το κοντάκιο των Χριστουγέννων με το γνωστό προοίμιο: «Ἡ Παρθένος σήμερον / τὸν ὑπερούσιον τίκτει / καὶ ἡ γῆ τὸ σπήλαιον / τῷ ἀπροσίτω προσάγει...».
Σύμφωνα με το συναξαριστή ο Ρωμανός έγραψε χίλιες περίπου συνθέσεις από τις όποιες διασώθηκε μόνο το ένα δέκατο. Πολυποίκιλα τα θέματά του. Ύμνησε όλους σχεδόν τους Αγίους και τις εορτές της Χριστιανικής Εκκλησίας. Ανεξάντλητος στις συλλήψεις και στον πλούτο ιδεών, γνωρίζοντας τον τρόπο να προσδίνει πρωτοτυπία ακόμη και στα πιο κοινά θα μπορούσε να χαρακτηρίσει κανείς θέματα. Το άχαρο αλλά και αχάριστο πολλές φορές υλικό του (γεγονότα και βίος Αγίων) μπορούσε να το μετατρέψει σε ζωντανό δραματικό πίνακα. Τα πρόσωπα των Αγίων αλλά και της Παναγίας και του Χριστού παρουσιάζονται απόλυτα ζωντανά χωρίς τίποτα το νεκρικό ή απόκοσμο.
Η ποίηση του Ρωμανού του Μελωδού εκφράζει την ίδια την εποχή του, τους πόθους και τις ελπίδες εκείνων των ανθρώπων. Γι΄ αυτό και το έργο του δεν εξετάζεται μόνο από Θρησκευτικής άποψης ή λογοτεχνικής αλλά και ιστορικής και λαογραφικής. Η γλώσσα του απλή, χωρίς στόμφους και όπου παρουσιάζεται ρητορική μακρολογία επειδή έτσι επιβαλλόταν από την ανάγκη των τότε λειτουργικών πλαισίων, αυτή γίνεται χωρίς να κουράζει. Γενικά οι φράσεις του περιέχουν μια πλαστικότητα, μεστή νοημάτων κατά μια άψογη τεχνική όπως παραδέχονται ειδικοί.
Ο Ρωμανός δε δίνει μέσα από το έργο του σαφείς πληροφορίες για τη ζωή του, για αυτό κατά καιρούς υποστηρίχτηκαν διάφορες απόψεις ότι ήταν πρεσβύτερος, εκκλησιέκδικος, κήρυκας. Το βεβαιότερο είναι ότι χειροτονήθηκε Διάκονος. Πέθανε γύρω στο 560 μ.Χ. Για τη μεγάλη του προσφορά στη χριστιανική υμνογραφία ονομάστηκε Πίνδαρος τής εκκλησιαστικής ποίησης. Ή Εκκλησία γιορτάζει τη μνήμη του την 1η Οκτωβρίου.
Ο Ρωμανός χρησιμοποίησε το ποιητικό εκείνο είδος πού λέγεται εκκλησιαστικός Ύμνος και του χάρισε την τελειότερη μορφή. Ο Ύμνος αποτελείται από το Κοντάκιον (προσόμοιον ή κουκούλιον), τους Οίκους και το Εφύμνιον και στηρίζεται πάνω στο νόμο της Ισοσυλλαβίας και ομοτονίας. Μαζί με το ποιητικό κείμενο συνέθετε ο ίδιος και τη μουσική ή έδενε το νέο ποίημα πάνω σε παλιότερη μουσική σύνθεση. Θεματικά τα έργα του αναφέρονται περισσότερο σε γεγονότα της ζωής του Χριστού και σε ιερά πρόσωπα της Γραφής, όπως και σε βίους άγιων.
Το είδος αυτό της ποίησης κυριαρχεί και σήμερα στην εκκλησιαστική ποίηση.